αζέστατος

αζέστατος
και -γος, -η, -ο
1. αυτός που δεν ζεστάθηκε ή δεν υποβλήθηκε σε θέρμανση
2. ο μη δεκτικός θερμάνσεως ή δύσκολα θερμαινόμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεσταίνω.
ΠΑΡ. αζεστασιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άζεστος — η, ο (Α ἄζεστος, ον) 1. ο μη ζεστός, χλιαρός 2. ο αζέστατος 3. αθέρμαστος, απύρετος αρχ. αυτός που δεν φτάνει σε βαθμό βρασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ζεστός < ζέω] …   Dictionary of Greek

  • αζεστασιά — η [αζέστατος] έλλειψη θερμότητας, ζέστης …   Dictionary of Greek

  • αζέσταγος — αζέσταγος, η, ο και αζέστατος, η, ο αυτός που δε ζεστάθηκε ή δεν μπορεί να ζεσταθεί: Σέρβιρε το φαΐ αζέσταγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθέρμαντος — η, ο αυτός που δε θερμάνθηκε, αζέστατος: Χάλασε το καλοριφέρ κι έμεινε το σπίτι αθέρμαντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”